Dictionary of Greek. 2013.
τζεζβές — και τζεσβές, ο, Ν (παλ. τ.) 1. το κατακάθι τού καφέ στο φλιτζάνι ή στο μπρίκι 2. συνεκδ. το μπρίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cezve] … Dictionary of Greek